Μια κοντούλα λεμονιά



                              

Ήταν μία φορά ἑνας φίκος πού
ἔγερνε προς το πεζοδρόμιο.
Περίμενε να δεῖ να ἐπιστρέφει με θόρυβο
Το κορίτσι με το μηχανάκι.

Ἄγνωστο τι ἀπέγινε.

Μᾶλλον ἀποφάσισε να μη περιμένει πιά.
Μεγάλωσε, ψήλωσε , ψήλωσε.
Τον κόψανε;

Ὕστερα ὁ πατέρας
-ἐπίμονος κηπουρός, φύτεψε
στο πεζοδρόμιο μια λεμονιά.

Κινδύνεψε ἀπό βέβηλα χέρια.
Διασώθηκε χάρις στο ἀνελέητο
πότισμα τῆς μάνας
(πού ἀγνόησε τις βρισιές τῶν περαστικῶν.)

H λεμονιά τῶν παραλογῶν”
πού ήθελε να μεγαλώσει

Μετά ὁ πατέρας ἔφυγε
γιά το ταξίδι
πού δεν ἔχει γυρισμό.

Ἔμεινε ἡ μάνα :
νά ποτίζει,  νά ποτίζει,  νά ποτίζει.
Ἡ λεμονιά ἄρχισε
νά μεγαλώνει, νά μεγαλώνει, νά μεγαλώνει,
ὥσπου ἔφτασε στό μπαλκόνι της

Μοιάζει νά νοσταλγεί τον πατέρα.

Τότε ἡ μάνα ἔκοψε ἕνα λεμονανθό
Και τον ἔβαλε δίπλα στή ψωτογραφία
τοῦ πεθαμένου άντρα της.