Φερέοικοι


                                   
Ἀγαπῶ τοὺς ἄστεγους.
Λυπᾶμαι τοὺς ἄστεγους.
Γυρίζουν στὴν Ἀθήνα
μὲ τὰ ὑπάρχοντά τους
σὲ μιὰ σακούλα.

Δὲν τοὺς κοιτάζω.
Νιώθω ἀπὸ μακριὰ τὸ σφίξιμο.
Ὄχι, δὲν θὰ λυπηθῶ.
Ὄχι, δὲν θὰ λυπηθῶ.

Ὅμως οἱ χελῶνες
μὲ μαγεύουν.
Τὶς κοιτάζω νὰ προχωροῦν    
βραδυκίνητα
καὶ νὰ νικοῦν τὸ λαγό.

Καὶ καθὀλου , μὰ καθὸλου
δὲν πειρὰζει
ποὺ εἶναι ἄστεγες.