Τα φλιτζάνια που πετούν



«Η μάνα μου μού είχε πει πως σ’ άρεσε πολύ»
Έτσι εγώ που ως παιδί σχεδίαζα τοπία συμβατικά 
Και ήμουν ακόμη άμοιρη Μονέ Μανέ Σεζάν και Πικασό,
βρέθηκα να κρατώ τον πίνακα που θαύμαζα κρυφά


 μόνο που η αφαίρεση μου φάνταζε φρικτή.
 Πίνακα που παρίστανε  πιατάκια και φλιτζάνια να πετούν
«ήμουν ευτυχισμένη τότε είχε πει»
-αχ  τ’ άτιμα τα χρόνια τι γρήγορα περνούν

-  
Είχε αποκοιμηθεί, μα πιο σωστά  ήταν σε κώμα
. .
Και καμαρώνω κάτοχος τώρα πια του πίνακα με το ζεστό το χρώμα
Δειλίας εύσημο μα κι έλλειψη του αναγκαίου θάρρους
εκείνου του μεσημεριού που λάκισα μη και μ’αγγίξει ο Χάρος.